«Στα ωραιότερα επεισόδια, δι ών πενθηφορούσαι κοσμούνται αι αιμοσταγείς σελίδες της Ελληνικής Ιστορίας», συναριθμούνται επιζήλως και ονόματα των ποικίλων κατακτητών εις τους διηνεκείς αιματηρούς αγώνες των Σφακιανών. Αυτό το εύσημο το χρεωστεί το έθνος, και ευλόγως οι Σφακιανοί διεκδικούν περίοπτη -εξέχουσα θέση- στις δέλτους της Ελληνικής Ιστορίας.
Γράφει ο Ευτύχιος Σφουγκατάκης
Τις ανελέητες καταστροφές που υποστήκανε έμψυχα και άψυχα στα Σφακιά, καταγράφει η αδέκαστη ιστορία και τις διεκτραγωδεί με δέος ο διαπρεπής ιστορικός Ν. Ψίχας στο βιβλίο του περί της επανάστασης του 1866 όπου επί λέξει αναφέρει:
«Μετά την αποχώρηση του Ομέρ από τα Σφακιά δεν υφίστατο πλέον εν Σφακίοις ούτε κατάλυμα, ούτε ναός, ούτε τυφέκι, ούτε Άγιος, ούτε κτήνος, ούτε πρόβατον, αλέκτωρ δεν εφώνησε, πάντα τέφρα και σκιά φρικώδης».
Όμως μια τόσο μεγάλη θυσία για ένα θεάρεστο σκοπό ποτέ δεν θεωρείται μεματαιωμένη. Την ορθότητα της παράδοσης αυτής ότι οι αγώνες και οι θυσίες των Σφακιανών δεν έγιναν επί ματαίω, επισημαίνει προσφύως και με βαρύνοντα λόγο ο διαπρεπής ξένος ιστορικός ROLIN στο βιβλίο του ILES DE GREDE όπου:
«υπό τον βαρύ ζυγό των Μουσουλμάνων, πας ο εν Κρήτη Ελληνικός λαός θα απεβίωνε αναμφιβόλω ή δια μεταναστεύσεως θα εξαφανίζετο ή δια της εξωμόσεως, το όνομα Ελλην θα απωλέτο εσαεί, αν μέρος του λαού τούτου όπερ κατοικεί εις τα Λευκά όρη δεν ανθίστατο διηνεκώς και μετ΄ αμιμήτου και λυσσώδους πάλης προς την επιθανάτιον επιρροήν της Τουρκικής δεσποτείας».
Και ακόμη ότι στη μικρή αυτή γωνιά της γης άγνωστης του λοιπού Τουρκικού Κράτους, ζουν οι μόνοι ίσως άνθρωποι, που υπερηφανεύονται να φέρουν το όνομα ΕΛΛΗΝ. Σπαρακτικά παραστατική, όμως ομοιότητα, θα αποτελέσει με ανάλογη προσαρμογή η παράθεση εδώ του επιγράμματος του Σολωμού για τα Ψαρά:
«Στων Σφακίων την ολόμαυρη ράχη περπατώντας η δόξα μονάχη μελετά την λαμπρά παλικάρια, μα στεφάνι στην κόμη δεν φορεί, γιατί δεν υπήρχαν ούτε χορτάρια στη ρημαγμένη Σφακιανή γη».
Με ακριβοδίκαιη σκέψη και συνείδηση σημειώνουμε ότι η Ένωση της Κρήτης μπορεί να μην χρωστιέται στους αδιάκοπους αιματοβαφείς αγώνες των Σφακιανών, όμως οι αγώνες αυτοί ήταν υπόσχεση, μια ελπίδα, ότι το παν δεν είχε απολεσθεί, για τη διατήρηση ακμαίου του εθνικού φρονήματος των μέχρι των περάτων Κρητικών.
Όμως παρά την τέφρα και τις οιμωγές, ο ακατάληπτος Σφακιανός,να ούτε ηβουλήθη να συνετιστεί, αλλά με πλήρη γνώση του παρακινδυνευμένου τολμήματος, και με νηφάλια συνείδηση, αποδέχεται και αποτολμά έντεκα ξεσηκωμούς κατά των ποικιλώνυμων κατακτητών, εκ των οποίων καταστροφικότεροι οι των 1770, 1821, 1841, 1866 και ο τριετής κατά των ενετών πόλεμος ο ψευδωνύμως επονομαζόμενος ορνιθοπόλεμος, ο μόνος νικηφόρος.
Μετά απ΄ αυτά είναι ανάγκη να αποσαφηνιστεί ένα παράδοξο και πρωτοφανές κοινωνιολογικό φαινόμενο που διέλαμψε στα Σφακιά. Υπερδραστήριο κρατικό μόρφωμα που αποφάσιζε, οργάνωνε και κατεύθυνε τις εθελούσιες συμμετοχές των Σφακιανών στις ατελεύτητες παράτολμες εξεγέρσεις των.
Υπερβαίνοντας τα όρια του όποιου σεβασμού δεν θα διστάσω να αποκαλέσω Civitate del, (αντιγράφοντας τον Αυγουστίνο) αυτή την ακυβέρνητη αητοφωλιά των Λευκών ορέων, γιατί μόνο υπερκόσμιες δυνάμεις εμπνέουν υψηλόφρονα οράματα, όπως αυτά που επιχείρησαν να υλοποιήσουν οι Σφακιανοί.
Είναι πασίδηλο ότι τα Σφακιά αποτέλεσαν μια αυτοδιοίκηση, μικροσκοπική επικράτεια, οριοθετημένη στα Λευκά όρη, της οποίας οι κατακτητές ανέχτηκαν αφού δεν κατόρθωσαν να την υποτάξουν, παρά τις αλλεπάλληλες φονικές επιδρομές των, και τούτο γιατί οι Σφακιανοί διαβιούσαν ως εις φρούριο επί αιώνες κι έπαιρναν έναν υπνάκο με το όπλο στο προσκεφάλι.
Οι Σφακιανοί είχαν βεβαίως De Facto κατακτήσει την αυτονομία και έτσι αγέρωχα απέρριψαν την πρόταση Άγγλου ναυάρχου να εξασφαλίσουν οι μεγάλες δυνάμεις την ανεξαρτησία τους με διοικητή Χριστιανό υπό τη Διοίκηση του Σατράπη.
Οι Σφακιανοί αφρόνως κατά τον ιστορικό Παπαδοπετράκη απέρριψαν την πρόταση αντιλέγοντας ότι πως ότι τους δίνεται το έχουν και το ζητούμενο είναι η ανεξαρτησία όλης της Κρήτης. Το παράδοξο και πρωτοφανές στα διπλωματικά χρονικά είναι ότι κατά την οριοθέτησην των εδαφικών ορίων της Ελλάδος, κατά το πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830 σύμπασα η Κρήτη έμεινε Τουρκική πλην των Σφακιών, και τούτο κατά τον Παπαδοπετράκη (Ιστορία Σφακίων σελ. 443) γιατί οι Μεγάλες δυνάμεις αναγνώριζαν την προτέραν ελευθερίαν των Σφακιανών και το φιλομάχιμον αυτών.
Μολοντούτο, οι Σφακιανοί, έστω και την αυτή τη σκιώδη αυτοδιοίκηση, που έλειπε το αναγκαίο σύστημα κεντρικής εξουσίας, επιφορτισμένης με τη δύναμη θεσούσης γραπτών κανόνων συμπεριφοράς με δύναμη καταστολής, κατόρθωσαν ομοψυχούντες να γράψουν λαμπρές σελίδες ευψυχίας, φιλοπατρίας και λαμπρού πολιτισμού καθώς την έλλειψη αυτή αναπλήρωναν, όταν οι περιστάσεις το καλούσαν, οι συγκαλούμενες συνελεύσεις στις οποίες μετείχαν οι κατά τεκμήριο οι γέροντες, οι προύχοντες, χωρίς να είναι σαφώς ή καταγεγραμμένο ποια εύσημα και διακρίσεις έπρεπε να συνοδεύσουν την οικογενειακή και προσωπική πολιτεία των μετεχόντων.
Έχει την βασιμότητα της η άποψη ότι στις κατηγορίες αυτές καταλέγονται οι νοικοκυραίοι, οι ιστάμενοι, δηλαδή οι καταξιωμένοι στην πρεπειά. Σε αντίθεση προς την χαώδη εσωτερική οργάνωση στους όψιμους τουλάχιστο χρόνους κατά και μετά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη εμφανίζονται πολεμικοί σχηματισμοί με βαθμούχους, Αρχιστράτηγοι, Στρατηγοί, Χιλίαρχοι κ.λπ. ταυτόχρονα αναδείχτηκε μια πολιτική αρχή, η γνωστή ως Καγκελαρία Σφακίων αλλά με μια ιδιόρρυθμη συγκρότηση. Ουδείς ανεδείχθη αρχηγός της επανάστασης, αλλ΄ έκαστος ενεργούσε οικειοθελώς δίχως άνωθεν εντολές .
Όμως το έργο της ‘‘Καγκελαρίας’’ εξαντλείτο στην υποβοήθηση και τον εφοδιασμό των στρατιωτικών μονάδων με τα χρειώδη. Έλλειπε συνεπώς κάθε μορφή κεντρικής εξουσίας. Υποστηρίχτηκε άτολμα ότι ο Δασκαλογιάννης ανακήρυξε τα Σφακιά ανεξάρτητη ηγεμονία και ότι έκοψε νόμισμα στα Γλυκά Νερά του Λουτρού. Όμως από κανένα στοιχείο δεν επιβεβαιώνεται κάτι σχετικό.
Παρά τούτο στη συνείδηση των κατοίκων είχαν γραφτεί πανσέπιες κατηγορικές προσταγές και στάσεις ζωής που είχαν μετεξελιχθεί σε εικονίσματα, σε αρετές όπως η έκφραση “Λόγω τιμής”, “μα το Θιο ( Θεό)” και αυτή που πατρικά πρόσταζε τον δυνατό να μην υπεραίρεται, να μην προκαλεί.
“Αν δεν φοβάσαι ντραψου (ντροπή) κιας”.
Σ΄ αυτό το ηθικό κοινωνικό πλαίσιο ανδρώθηκε το βασικό κοινωνικό κύτταρο, η οικογένεια. Κάθε κεφαλοχώρι αποτελούσε διακριτική οντότητα που τα μέλη της πολυμελείς οικογένειες συνήθως, διαβιούσαν με κανόνες πειθαρχίας που τους καθόριζαν ακριβοδίκαια ο παππούς κυρίως και ο κύρης.
Η διαφύλαξη της χρηστικής αξίας του αποφθέγματος ‘’όποιος δεν έχει γέρο να αγοράσει’’ προσμαρτυρεί την πρωτοκαθεδρία των γερόντων. Θα ήταν ανιστόρητη η αντίληψη ότι στα Σφακιά κατοικούσαν μόνο Άγγελοι. Όλοι είχαν ανάγκες, όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες.
Υπ΄ αυτήν την πραγματικότητα η κάθε οικογένεια ήταν υποχρεωμένη να βρίσκεται σε ετοιμότητα για να αποκρούσει θαρραλέως κάθε επιβουλή που θα έπληττε την τιμή και το κύρος της. Τον ρόλο του υπερασπιστή αυτού του αγαθού αναλάβαινε ένας από τους άντρες της που είχε την τιμή και το καθήκον να βρεθεί αντιμέτωπος στην απειλή. Για να μην όκνεται όμως μπροστά σε κρίσιμες επιλογές έπρεπε να μείνει άγαμος και έτσι νάναι απαλλαγμένος από οικογενειακές ευθύνες και δεσμεύσεις.
Στην πειθαρχημένη και εύοσμη αυτή οικογενειακή θαλπωρή εγαλουχήθηκαν αρετές με πανανθρώπινη ακτινοβολία και εκτελούνταν πράξεις αλληλεγγύης που την καθαγιάζουν και την αναδεικνύουν σε περισπούδαστο κοινωνικό φαινόμενο. Ισότιμο ασφαλώς είναι και το περιστατικό που διαδραματίστηκε όταν κατέρρευσε από τους βομβαρδισμούς η κλινική που νοσηλευόταν βαριά άρρωστος ο Ανωπολίτης Μανώλης Σφουγκατάκης.
Κοντά του για βοήθεια και συμπαράσταση καθ΄ όλη τη διάρκεια της νοσηλείας ο αδελφός του Γιάννης, και όταν η κλινική δεν υπήρχε πλέον ούτε ως κτίριο, ο Γιάννης πήρε επί των ώμων του τον ανήμπορο αδελφό του και οδοιπορώντας βγήκαν από τη φλεγόμενη πόλη. Από το διερχόμενο στρατιωτικό αυτοκίνητο που είχαν επιβιβασθεί, σπλαχνησθέντων των στρατιωτών, οι αδελφοί Σφουγκατάκη ακούστηκε η φωνή: Νενίκηκά σε Αινεία. Όμως εδώ δεν υπήρξε Βιργίλιος.
Την αναρχοαυτόνομη De facto αναγνωρισμένη σκιώδη πολιτεία των Σφακίων δεν την διαφέντεψαν όπως αναφέραμε μόνο άγγελοι αλλά αντίθετα επιζούσαν και δυνάμεις του κακού, φυσιογνωμίες κακές με ανθρώπινες αδυναμίες, με εγωισμούς, πλεονεξίες, φθόνους, μπεκρήδες, ξέφρενους ψευτοφιλοτιμίες και όλα αυτά δίχως κάποια έστω σαν υποψία κάποιας αρχής σε Κεντρική εξουσία με δύναμη αμφίβολης δημόσιας τάξης δίχως δικαστήρια.
Μετά απ΄ όλα αυτά θα δυσκολευτούν οι κοινωνιολόγοι και άλλοι να ερμηνεύσουν αυτό το παράδοξο φαινόμενο εκτός αν υποθέσουν αφελώς ότι κάποια αγαθή δύναμη χαλιναγωγούσε τους ευελπιφόρους σε έκτροπα και απέτρεπε τον αλληλοσπαραγμό και συνακόλουθα τον αφανισμό και την ερήμωση της επαρχίας.
Δεν στερείται βασιμότητας η άποψη ότι η Σφακιανή οικογένεια με τις πατριαρχικές αρχές και το υπέροχο πνεύμα αλληλεγγύης των μελών της αποτέλεσε ισχυρή δύναμη αποτροπής και γαλήνης. Στο πνεύμα αυτό η οσιοποίηση της μορφής του συντέκνου και η ξεχωριστή θέση του Παπά, κι αυτά στο πλαίσιο καλλιέργειας πνεύματος συμμαχιών με άρωμα φιλίας και συμμαχίας ως το ριζίτικο:
«Μάνα αν έρθουν οι φίλοι μας να μην τους πεις ότι απόθανα και τους κακοκαρδίσεις. Στρώσε τους τάβλα να γευτούν και κλίνη να πλαγιάσουν και κει στο παραπέζουλο να θέσουν τα΄ άρματά τους».
Όμως όση κι αν είναι ορθή η εκτίμηση της Δύναμης της οικογένειας δεν είναι από μόνη της ικανή να συνετίσει τους στο κακό ρέποντας. Και ενδέχεται στα πρώιμα στάδια εμφάνισης αυτής της ιδιόρρυθμης πολιτείας να κυριαρχούσε το δίκαιο της! Τη δύναμή του όμως αυτή την κατάργησε τελεσιδίκως ο φόβος, αυτή η ακατανίκητη δύναμη που τον ενέπνεε η απειλή χρήσης του όπλου, έτσι και το θυμοσοφικό:
“Από τον καιρό που ήρθε το μπαρούτι ξεπέσανε οι μπογαράδες”.
Μετά τούτο γίνεται φανερό ότι το αίσθημα του φόβου που δημιουργούσε η ανελέητη ενθώλη ανταπόδοση του αδικούμενου, ήταν ο μέγιστος παράγοντας κοινωνικής ειρήνης, και η αυτοδικία έπαιρνε κύρος κοινωνικής προσταγής και αναδείκνυε το όπλο σε παραστάτη και σύμμαχο κάθε αδικούμενου.
Αφού η δυνατότητα χρησιμοποίησης του και από τον πλέον αδύναμο ήταν ικανή να συνετίσει κάθε υπερφίαλο ακόμη δε και να χαλιναγωγήσει σεξουαλικές επιληψιμότητες, γιατί ο γιβεντισμένος (σεξουαλικά ντροπιασμένος) όφειλε να αυτοκαθαρθεί με τη χρήση του όπλου γιατί αλλιώς ήταν απόβλητος, ανυπόληπτος και δεν του επιτρεπόταν να μιλεί και να παίρνει τον λόγο σε συνάξεις ή και στα καφενεία.
Θα αποτολμήσω μια ασέβεια θέτοντας σε παράλληλη γραμμή το ψαλλόμενο στους Χριστιανικούς ναούς όπου μακαρίζεται ο Σταυρός γιατί δια του σταυρικού θανάτου οδηγείται ο άνθρωπος στη λύτρωση. «Το τρισμακαριστό ξύλο εν ώ ετάφη ο Χριστός». Απαραλλάκτως και εδώ στην άναρχο αυτόνομη και ασύνδετη κοινωνία, μόνο η αυτοδικία δια της χρήσης του όπλου εξασφάλιζε κάποια ισορροπία δια του σωφρονισμού. Προσήκει συνεπώς και εδώ ανάλογος μακαρισμός «Τρισμακαριστό όπλο».
Εξ άλλου σήμερα στις αναπτυγμένες κοινωνίες με γραπτούς κανόνες συμπεριφοράς η αιτιολόγηση επιστολής της ποίησης είναι πρωτίστως ο σωφρονισμός δια του παραδειγματισμού. Είναι αναντίρρητο ότι το όπλο, που δεν επιλέγει τους κατόχους του, είναι ο χειρότερος σύμβουλος, γιατί αφορμές που θα παραμερίζονταν εύκολα όχι σπάνια κατέληγαν σε φόνο, χάρη στη σιγουριά και την υπεροχή που δίδει το όπλο.
Αναφέρονται περιπτώσεις που ο δράστης από δειλία επυροβόλησε όταν ακόμη ο κίνδυνος, η απειλή ήταν σκιώδης. Παρ΄ όλα αυτά τα μοιρολόγια στους τάφους των αδικοχαμένων τότε είναι απείρως λιγότερα από κείνα που θα εθρηνολογούνταν τώρα, παρά τη δρακόντεια επιρροή των νομών, αν συνεχιζόταν το γλαφυρό αυτό επιτάφιο έθιμο.
Σ΄ αυτή την αητοφωλιά που γατζώθηκε στην ποδιά της αυταργιασμένης πανύψηλης Μαδάρας που οι κατακτητές δεν έκαμαν “κατοικηριό” έζησε από αιώνες αυτό το ξεχωριστό Ελληνικό φύλο, με δυσμενέστατους όρους διαβίωσης όπως η αφάνταστη δυσκολία πρόσβασης στην πόλη, αφού αυτό θα γινόταν μόνο από δύσβατες κακοτράχαλες αδιαμόρφωτες γιδόστρατες και θα υπόθεταν πολλοί ότι οι κακοτυχισμένοι Σφακιανοί θα λιμοκτονούσαν.
Η ορθή επισκόπηση της ζωής των Σφακιανών δείχνει ακριβώς το αντίθετο. Η αιματοβαμμένη μα ευλογημένη Σφακιανή γη έδιδε δώρα πονοτόκως ανώτερα από τα προϊόντα άλλων περιοχών της Κρήτης και ως εκ τούτου εισοδήματα σημαντικά. Οι Σφακιανοί άλλος περισσότερα και άλλος λιγότερα έβοσκαν στα απέραντα βοσκοτόπια χιλιάδες γιδοπρόβατα ώστε τα γάλατα, τα τυριά, οι μυζήθρες, τα φουριάρικα ήσαν σε αφθονία.
Και δεν ήσαν πλουτοπαραγωγική πηγή μόνο η κτηνοτροφία, αφού σημαντική προσοδοφόρα απασχόληση ήταν η υλοτομία. Χάρις στα πυκνά δάση που εφύτρωναν σχεδόν μέχρι την ακροθαλασσιά κι έτσι η μετακομιδή και η επεξεργασία του ξύλου γινόταν χωρίς ιδιαίτερο κόπο.
Η ξύλευση γινόταν σε δοκάρια, τάβλες, καδρόνια “παρατάτες’’, “πιτικα” (φλοιός πεύκου) που χρησίμευε στη βυρσοδεψία, ρετσίνι, μέλι. Όμως η φύση ξέρει να ισορροπεί κι έτσι με ευλογημένη επίνευση δημιούργησε το θρυλικό και για άλλους λόγους λιμάνι του Λουτρού, φιλοτεχνημένο σύρριζα στην βουνοκορφή απαλλαγμένο από αέρηδες. Το λιμάνι αυτό ήταν ο πνεύμονας, ο οφθαλμός και η φωτεινή πόρτα στον έξω κόσμο που την διάβαιναν Σφακιανοί δίχως την άδεια των απολίτιστων κατακτητών.
Με τα μικρά, ιστιοφόρα καϊκια που η ναυπήγησή τους γινόταν στα ναυπηγεία του Λουτρού, με τη χρησιμοποίηση του δασικού πλούτου, μεταφερόταν η ξυλεία όχι μόνο στις νότιες περιοχές της Κρήτης, που δεν είχαν δάση αλλά και σε λιμάνια εκτός Κρήτης, Αλεξάνδρεια, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη και αλλού. Σημαντικός ήταν ο πλούτος που απολάμβαναν οι Σφακιανοί ιδιοκτήτες ναυτικοί εργαζόμενοι από τη δραστηριότητα αυτή.
Ειδικότερα οι αρχοντοκαπετάνιοι Σφακιανοί που έφερναν στα Σφακιά είδη σημαντικής αξίας και ομορφιάς ως κομψοτεχνήματα, χρυσαφικά, έπιπλα, εκλεκτά υφάσματα, και άλλα πλέον τούτων από το φεγγίτη αυτό ερχόταν ένα φως πολιτισμού και ευγένειας που συντέλεσε κατά κάποιο τρόπο στη διαμόρφωση των χαρακτηριστικών του Σφακιανού.
Ως προς τα προϊόντα από την υλοτομία και την αξιοποίηση του δασικού πλούτου η λύση δόθηκε με τον τρόπο που εκθέσαμε. Τα ευπαθή προϊόντα, όμως, ως τα γαλακτοκομικά, τα κρέατα, βούτυρα, μέλια , δεντροκομικά και άλλα αντιμετώπιζαν πρόβλημα ως προς την εν γένει διαχείριση τους και κυρίως τη μεταφορά τους σε τόπους ευρύτερης κατανάλωσης στην πόλη, και τούτο γιατί δεν υπήρχαν δρόμοι βατοί για υποζύγια.
Τούτο κατά οξύμωρο τρόπο αποτέλεσε επιτυχή συγκυρία γιατί το διαιτολόγιο των Σφακιανών είχε εμπλουτιστεί με τροφές μέγιστης θρεπτικής αξίας καθόσον καταναλωτές ήσαν μόνο οι ομοχώριοι. Να σημειωθεί ότι ο βοσκός που έμενε στη μαδάρα σχεδόν όλο το καλοκαίρι διατρεφόταν αποκλειστικά με ότι βρισκόταν εκεί, δηλαδή κρέατα κυρίως φουριάρικα, κυνήγια, τυριά, μυζήθρες και αγριόμελο.
Οι διατροφικές αυτές ιδιαιτερότητες που συνδυαζόμενες με τις αδυσώπητες ανάγκες των Σφακιανών να γυμνάζονται αδιακόπως, επιβλέποντας τα γιδοπρόβατα, που για να γίνει αυτό έπρεπε να ανεβοκατεβαίνουν βουνά και φαράγγια, δηλαδή μια πορεία μόνο με άνοδο και κάθοδο, είχαν σαν επακόλουθο την ανάπτυξη χαρακτηριστικών και αναστημάτων που εύκολα θα τους κατέτασσες σε μια ιδιαίτερη ανθρωπολογική ομοταξία.
Ενδεικτικά αναφέρομε ορισμένα παραδείγματα. Τον Σήφη Καυκαλά που για να εισέλθει στο γραφείο του Κυβερνήτη Καποδίστρια όταν τον οδήγησε εκεί ο Άγγλος ναύαρχος, πανύψηλος αυτός, αναγκάστηκε να σκύψει. Έκπληκτος ο Καποδίστριας τον ρωτά:
«Καπετάν Καυκαλά όλοι οι συμπολίτες σου εκεί είναι έτσι; Οι πλειότεροι αφέντη μα δεν είμαι δα και τόσο μεγαλόσωμος».
Ο άλλος από το Λουτρό με Κυκλώπεια δύναμη ο επονομαζόμενος Αντρούλακας με μεγάλη άνεση μετακύλησε ογκόλιθο στην παραλία του Λουτρού που την περίμετρό του δεν την αγκάλιαζαν τρεις άντρες. Ο βόλακας αυτός ήταν εκεί και μετά την κατοχή.
Υπερφυσική δύναμη των δακτύλων του άλλου από το Λουτρό του Σφουγκατογιώργη που μπορούσε να διπλώσει, να λυγίσει οποιοδήποτε νόμισμα δια μέσου των δύο δακτύλων και του αντίχειρα. Ο άλλος ο Μπουνατομανούσος που πηγαινοερχόταν μονημερίς στα Χανιά. Ο θηριώδης Βαρόννης που για κάθε στιβάνι του ήθελε μιαν αρνίσια προβειά. Σπαρταριστή δηλωτική απεικόνιση της φυσικής σωματικής διάπλασης των Σφακιανών γίνεται με το τραγούδι του Αληδάκη:
«Και μπογαράδες και λιγνοί με τση μακρές
Χερούκλες και με τα στήθια τα΄ ανοιχτά
Και με τση ποδαρούκλες. Τα΄αμπέθια των
Τα μαλλιαρά με τς΄ ανοιχτές κουτάλες
Στη ράχη ένα σκακκουλο με τα χοντρά
Βαστά για και καμωμένο ξάργουτουν να βάνει δυο κριάρια».
Ο συντάκτης αν τολμήσει μια ακροσφαλή προσέγγιση και ερμήνευση των παραγόντων που συντελέσανε δημιουργικά στη διαμόρφωση των υπέρφυων αυτών αναστημάτων, δεν θα βρεθούμε μακράν αν δεχτούμε ότι ένας από τους σημαντικότερους, είναι η μεγάλης θρεπτικής αξίας διατροφή, ακόμη το υγιεινότατο κλίμα και πλέον τούτων η αδιάκοπη σωματική άσκηση με την μερονύχτια πεζοπορία, σε μια κακοτράχαλη και δύσβατη περιοχή που δεν είχε άλλο από άνοδο και κάθοδο .
Σ΄ αυτά πρέπει να προσμετρηθεί και ο κορυφαίος γενετικός παράγοντας, το γονίδιο που ενεργοποιείται δια της επιγαμίας των γηγενών με τους εύψυχους και περήφανους φυγάδες των αλύτρωτων περάτων της Κρήτης. Κι αυτοί που δεν ήσαν ψοφοδεείς, ουδέ κακουδέρηδες, αποκεφάλιζαν τον βάρβαρο δυνάστη και μετά τούτο έπαιρναν των αμαθιών τους για το φιλεύσπλαχνο άσυλο, τα Σφακιά.
Οι Σφακιανοί δεν ήσαν επιδέξιοι και ευρηματικοί μόνο σε μεθόδους διακυβέρνησης της αναρχοαυτόνομης αυτής πολιτείας, αλλά και ανδρείοι τόσο όσο χρειαζόταν για να μένει αδούλωτη η αητοφωλιά τους. Έτσι το απόφθεγμα «Απού φελά παντού φελά» δηλαδή ο άξιος είναι παντού άξιος βρίσκει την καταξίωσή του στις λαμπρές επιδόσεις ανδρών αλλά και γυναικών σε έργα πνευματικά και πολιτισμού.
Κάλλιστο δείγμα αυτής της αξιοσύνης αποτελούν τα δημώδη ιδιόρρυθμα στην τεχνοτροπία ποιήματα τα γνωστά Ριζίτικα που έχουν την ξεχωριστή φυσιογνωμία ότι είναι γηγενή δίχως αλλότρια επιρροή. Είναι βέβαιο ότι κατά την περίοδο της Ενετικής κατοχής της Κρήτης εφιλοτεχνήθησαν ποιητικά θεατρικά δημιουργήματα που κοσμούν την Ελληνική Γραμματεία. Η άνθηση αυτή όμως υπέστη κάποια επιρροή από τον αναγεννητικό άνεμο που έπνευσε από τη Δύση. Όμως ο αγράμματος Σφακιανός ποιητής μόνη πηγή έμπνευσης του ήταν ο έρωτάς του για την ελευθερία της Κρήτης και ο τραχύς αέρας της μαδάρας.
Τα τραγούδια αυτά (Ριζίτικα) ήσαν συνήθως ολιγόστιχες ελεύθερες ποιητικές συνθέσεις με το υπέροχο λογοτεχνικό προσόν ότι ταυτίζεται η εκφραστική διατύπωση τους με το νόημά τους, το ύφος τους είναι μεγαλοπρεπές οι εικόνες τους απίθανης ομορφιάς και ο στοχασμός υψιπετής με εύγλωττες μεταφορές και προσφυείς συμβολισμούς. Σταχυολογώ το ρωμαλέο συμβολικό αριστούργημα και παραθέτω μέρος του.
«Σε ψηλό βουνό σε ριζιμιό χαράκι κάθετ΄αητός
Βρεμένος χιονισμένος και παρακαλεί
Τον ήλιο ν΄ ανατείλει, ηλι΄ανάτειλε.
Ήλιε λάμψε και δώσε για να λυώσουνε τα χιόνια απ΄ τα φτερά μου
και τα κρύσταλά από τα΄ ακράνυχά μου».
Ο συμβολισμός ευαργής, δε χρειάζεται να διευκρινιστεί ποιος ο αητός, ποιος ο ήλιος ποιοι τα ακρυσταλλα από τα νύχια του. Εκτός των βαθυστόχαστων αυτών, φιλοτεχνηθήκανε τραγούδια με ονειρικές εικόνες άφθαστης ομορφιάς.
«Χριστέ και ν ακατέβαινε βρύσ΄
Από τη μαδάρα να πορπατεί (σ.σ. ανθρώπινη ιδιότητα – όχι να τρέχει) κλιτα κλιτά
νάρχετ΄αγάλι αγάλι να βρεί
Τση γούρνες εύκαιρες να μπει να τις γεμίσει»
Και τα΄ άλλο:
«Τον πλουσιογιώργη βρήκασι στα όρη και κοιμάτο
κι είχε τα΄αέρι πάπλωμα και το χαλίκι στρώμα
και τα΄αργυρό του το σπαθί πριο προσκεφάλι.
Οι Σφακιανοί τονε ρωτούν οι Σφακιανοί του λέσι
– ίντα γυρεύεις Γιώργη επά εις την ξερομαδάρα,
– τα στείρα μας εχάσαμε κι ήρθα να τα γυρεύω, κι έπιασ΄ αντάρα στση κορφές και καταχνιά στση ρίζες και περπατώ θλιφτά θλιφτά και παραπονεμένα
Σειστήκα γύρω τα βουνά κι άστραψα τα ουράνια,
αντιλαλήσαν οι κορφές κι οι κάβοι φουρτουνιάσα,
και τα πελάγη αφρίσασι και βγήκασι τα ψάρια
και το πασι στση πελαργούς και στα πουλιά τση νύχτας
και τα πουλάκια κάτσασι κι άνοιξα μοιρολόϊ».
Δεν στερούνται όμως ποιητικού μεγαλείου εκείνοι οι γυναικείοι επιτάφιοι θρήνοι τα μοιρολόγια που αναδίδουν άρωμα σπαραγμού και τρυφεράδας μαζί. Κατά ανεξήγητο λόγο οι αναλυτές δεν τα έχουν αξιολογήσει. Ένα από αυτά:
«Γυιέ μου θλίφτη παραγγελιά σου φέρν΄από τα΄αγόρι ,
Χαιρετισμό μιας άμοιρης που νάρθει δεν ημπορεί.
Ξαθά μαλλιά π΄ ανάθρεψε εδώ και χρόνια τόσα
Να κάμει προσκεφάλι σου κι ιδέ πως αποδώσα
Κάθε κληνε κι απαντοχη και κάθε τρίχα ελπίδα
Κι οψές πυλες τς΄ απαντοχές τα΄ εκουλ΄η λεμπίδα».
Είπομεν ες όλης της αγάπης μας περί του ναού. Ώρα τώρα να αναφερθούμε στα εντός του ναού εικονίσματα. Για τη σεπτή μορφή της Σφακιανής γυναίκας, συζύγου, μάνας, θυγατέρας, γι αυτόν τον αθόρυβο πρωταγωνιστή που με καρτέρια υπομονή και σωφροσύνη συμπαραστάθηκε σε έναν ανειρήνευτο πόλεμο γεμάτο φόβο, αγωνία και δάκρυα, σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία που δεν της εκχωρήθηκε ποτέ ενεργός πρωταγωνιστικός ρόλος στις κρίσιμες περιστάσεις. Όμως καταξιώθηκε τιμών και διακρίσεων, εκείνων που αρμόζουν σε σύμβολα. Υπό αυτή την έννοια ουδείς ποτέ Σφακιανός συμπεριφέρθηκε βάναυσα σε γυναίκα δική του ή ξένη.
Η βίαιη αντιπαράθεση με γυναίκα ακόμη κι αυτό το να «μοιράζει λόγια με γυναίκα» ήταν μειωτικό για τον άντρα, και αποδοκιμαζόταν αυστηρώς. Δεν καταγράφτηκαν περιστατικά που ο Σφακιανός σύζυγος ή πατέρας απαίτησαν από τις γυναίκες να τους ακολουθήσουν στον κάματο της σκληρής βιοπάλης. Ούτε η μαδάρα, ούτε τ΄ αλέτρι, ούτε η ξύλευση στο δάσος ταίριαζαν στη Σφακιανή», αυτές ήταν αυστηρά αντρικές δουλειές.
Εκείνης το έργο της εξαντλείτο στην ευπρέπεια του οίκου κι εκεί αναδείχτηκε το ταλέντο και η αξιοσύνη της. Αυτοδίδαχτη υφάντρα και κέντισσα έδωσε δείγματα υψηλής τέχνης, κουβέρτες με απεικονίσεις ανθρώπων και ζώων που τους έλειπε μόνο η μιλιά, εντεχνήματα με ζωντανές εικόνες από τη φύση ή το ένδοξο παρελθόν, δαντέλες και δεσιές που κέρδιζαν επαίνους αλλά και αρτοποιήματα ως τα περίφημα πατητά, προοριζόμενα για τους κουμπάρους.
Υπέροχα δείγματα πλαστικής της ζύμης με ανθρωπόμορφα επάρματα κι ακόμη τα γνωστά Σφακιανά παξιμάδια. Για τους μεγάλους ξεσηκωμούς με τις εκατόμβες των Σφακιανών μιλήσαμε δι ολίγων, γι αυτούς άλλωστε έγραψαν άλλοι αρμοδιότεροι. Για ένα παρεξηγημένο ψευδεπίγραφο πόλεμο θα αναφερθούμε τώρα, αυτόν που υποτιμητικά αναφέρουν ως ορνιθοπόλεμο μεταξύ Ενετών και Σφακιανών.
Είναι ιστορημένο ότι υπήρχε υποχρέωση των Κρητικών για ορνιθοδοσία δηλαδή κάθε οικογένεια κάθε μήνα έδινε στον Ενετό μια όρνιθα και τούτο μετά την αποτυχημένη εξέγερση στο Γαβαλά υπό τον Σήφη Βλαστό. Κατά τα μέσα του δεκάτου έκτου αιώνα οι Σφακιανοί αρνήθηκαν το χαράτσι και για διακωμώδηση του πράγματος έστειλαν στον Ενετό αυγά με τη δήλωση ότι μέσα τους ήσαν οι όρνιθες.
Όμως πόλεμος Σφακιανών με Ενετούς για μια τέτοια ηλίθια αιτία δεν ιστορείται. Ότι γράφτηκε σχετικά είναι κακόβουλο. Θάταν τουλάχιστον παράδοξο να εμπλακεί η υπερδύναμη Ενετία σε πόλεμο με μια αητοφωλιά για κάτι κοτόπουλα.
Ιστορείται εγκύρως πόλεμος των Ενετών με Σφακιανούς όμως, η αιτία δεν ήταν κοτοπουλική αλλά γιατί αν οι Βλάχοι, επιφανής οικογένεια της Ανώπολης, σκότωσαν Ενετούς στον Ίλιγγα (παραθαλάσσια αγκάλη δυτικά της Χώρας) όπως ρητά αναφέρει σχετικό Ριζίτικο.
Βλέπετε: Τραγούδι Δασκαλογιάννη στίχος 299 όπου:
«Στο Στευδι κι εις τον Ήλεγκα
Όπου ναι το σκαλάκι
Είδα τσοι σκοτώσασι τσοι Βενετούς οι Βλάχοι»
Τον πόλεμο αυτό τον τριετή τον εγκατέλειψαν οι Ενετοί χωρίς να επιβάλλουν κυρώσεις στους Σφακιανούς. Κατόπιν τούτων οι Σφακιανοί βγήκαν νικητές. Για ένα άλλο ξεσηκωμό την πολυθρήνητη επανάσταση Δασκαλογιάννη είναι πρέπον να ειπωθούν κάποιες αλήθειες.
Ο αιματηρός αυτός πόλεμος που είχε ξεθεμελιώσει τη νέα Καρχηδόνα, την Ανώπολη είχε μια ευτυχή συγκυρία ένα περισπούδαστο ιστορικό ντοκουμέντο το τραγούδι του αγράμματου όμως εγκρατή ποιητή του μπάρμπα Μπατζελιού. Το λαμπρό αυτό δείγμα της λαϊκής ποιητικής παράδοσης που τυπώθηκε εκατό χρόνια από την υποδούλωση της Κρήτης στους Τούρκους, δείχνει εκτός από τον εθνικό χαρακτήρα του και την αδιάσπαστη συνέχεια της Κρητικής λογοτεχνίας και ακόμη ότι με 16 χρόνια μετά την επανάσταση αυτό βεβαιώνεται αυθεντικά, αφού ο ποιητής είδε κι άκουσε και εβίωσε την κοσμοχαλασιά αυτή, αφού ήταν γέροντας όταν εστιχούργησε, ότι ο Ελληνισμός της Κρήτης δεν χάθηκε ( Νίκος Τομαδάκης Ακαδημαϊκός – λογοτέχνης).
Σκιαγραφείται με θαυμασμό και αγάπη ο εθνομάρτυρας Ιωάννης Ανδρέου Βλάχος, αποκαλούμενος Δάσκαλος, προδήλως γιατί ήταν ‘’ψιλογραμματισμένος’’. (Γράφει το τραγούδι: Ήτανε πλούσιος κι άρχοντας ψιλογραμματισμένος και στην ξενιθιά περίσσια ξακουσμένος).
Ήταν διανοούμενος κοσμοπολίτης που συνομιλούσε με προβεβλημένους στο εξωτερικό ως τον Μπέη της Μάνης, τους Ορλώφ, οραματιστής, φλογερός κρητικολάτρης, διόλου πολέμαρχος κι ας τον είχαν ανακηρύξει οι συμπολίτες του Σφακιανοί αρχηγό του ξεσηκωμού. Μετά την τραγική αποτυχία της εξέγερσης αυτής, ο μεγάλος ηγέτης δεν διανοήθηκε να δραπετεύσει, να σώσει εαυτόν αφού αυτό ήταν απολύτως αδύνατο.
Τα τρία τρικάταρτα καράβια του ήσαν έτοιμα να πάρουν κι αυτόν όπως πήραν τους αδελφούς του και τους πήγαν στα Ενετοκρατούμενα Κύθηρα. Αντίθετα, δηλώνει στη συνέλευση των κατάπληκτων συμπολιτών του ότι «εγώ θα πάω στου πασά μαγάρι να με πνίξει, μη σιοξεβγάλει τα Σφακιά κι ούλα να τα΄ αφανίσει κι αυτά να π΄ απομείνασι να πάρω στο λαιμό μου. Ο ποθαμός μου στα Σφακιά πολύ καλό θα φέρει γιατ΄ ο χειμώνας έρχεται πάει το καλοκαίρι».
Η απόφασή του αυτή αγγίζει τα όρια του θρύλου και αγιοποιεί την εθελουσία αυτοθυσία και την υψώνει ως τα επουράνια αν προσμετρηθεί το γεγονός ότι μπορούσε να αποφύγει τη θυσία χωρίς να παραβιάσει καμιά ηθική αρχή αφού ο αγώνας είχε τερματιστεί. Και η αυτοθυσία του κανένα καλό δεν θα έφερνε.
Όμως η κορύφωση του δράματος παίρνει διαστάσεις τιτανομαχίας έστω και με άνισους όρους με πρωταγωνιστή ένα γενναίο που δεν διστάζει να φτύσει κατά πρόσωπο τον ασήμαντο διώκτη του. Μολονότι σιδηροδέσμιος αυτός προκαλούσε τον δεσμοφύλακα του που όριζε τη ζωή του.
Ήταν τόσο ψοφοδεής ο Τούρκος πασάς που του προκάλεσε φόβο και του λέει:
« Ο γκιαούρης που αποκότησε να τον φοβερίσει». Η αγέρωχη στάση του γίγαντα δεν ήταν φοβέρα ήταν κήρυγμα ευσέβειας, αλληλεγγύης, φιλοπατρίας που τα αντιπαρέθεσε ο Μεγάλος Σφακιανός απαντώντας άτρομα στην απορία του πασά για τους λόγους του ξεσηκωμού, που του λέει:
«Καλώς τονε το Δάσκαλο τον πρώτο καπετάνιο
Οπού μου ‘μυνα κι έλεγε τση χώρες θα σου πάρω. «Δάσκαλε πέ μου κι ήντα τον η γ΄ αφορμή πόλεμο να σηκώσεις; Οι Σφακιανοί δοσίματα χαράτσια δεν εδίδα κι άδικα και παράδικα για σένα εχαθήκα. Και Σφακιανός δοσίματα δεν έδιδε ποτές του. Κι ο Βασιλιάς των τ΄ άφησε».
Κι ο Δάσκαλος τονε γροικά γυρίζει και του κάνει:
«… Και η γι΄ αιτία είστε σείς οι άνομοι πασάδες π΄ αφήνετ΄ αχαλίνωτους τους γενιτσαραγάδες, κι αφήνετε τση Χριστιανούς σε τέθια τυρανία απού και τ΄ άγρια θεριά έχουσιν ευσπλαχνία.
Αλήθεια ΄ναι οι Σφακιανοί δοσίματα δε δίδου
Μουδέ την τυρανία σας ακόμη δε γνωρίζου.
Μα γέβλεπα τσι Χρισθιανούς απού΄ναι στο Σουλτάνο το πώς δεν είναι τίβοτσι στο κόσμο τον απάνω. Γι αυτόνο τ΄ αποφάσισα την Κρήτη να σηκώσω κι απού τα νύχια των Τουρκώ να τηνε λευτερώσω.
Πρώτας για την πατρίδα μου, δεύτερο για την πίστη και τρίτο για τση Χρισθιανούς που κάθονται στην Κρήτη.
Γιατί κι αν είμαι Σφακιανός, παιδί τση Κρήτης είμαι και να θορρώ τση Κρητικούς στα βάσανα πονεί με. Σου τόπα γω κατέχω το πώς θα με χαλάσεις, στη θάλασα γη τω σκυλιώ ρίξε με να χορτάσης. Δεν τόχω για το χάλασμα μα χαλάστηκα και άλλοι μα τόχω για τση Χρισθιανούς και τω Σφακιώ το χάλι».
Στώμεν καλώς στην άγια αυτή αναφορά.